- ἀνομογενής
- ἀνομογενήςof different kindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανομογενής — ές (Α ἀνομογενής) αυτός που δεν ανήκει στό ίδιο γένος ή είδος με άλλον … Dictionary of Greek
ἀνομογενῆ — ἀνομογενής of different kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνομογενής of different kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνομογενής of different kind masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενεῖς — ἀνομογενής of different kind masc/fem acc pl ἀνομογενής of different kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενές — ἀνομογενής of different kind masc/fem voc sg ἀνομογενής of different kind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενοῦς — ἀνομογενής of different kind masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενέσι — ἀνομογενής of different kind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενέσιν — ἀνομογενής of different kind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομογενῶν — ἀνομογενής of different kind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek